sigh
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sigh | sighs |
sigh (en)
- ο αναστεναγμός
- ⮡ a deep sigh - βαθύς αναστεναγμός
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sigh |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sighs |
αόριστος | sighed |
παθητική μετοχή | sighed |
ενεργητική μετοχή | sighing |
sigh (en)
- (αμετάβατο) αναστενάζω
- ⮡ She sighed with relief.
- Αναστέναξε από ανακούφιση.
- ⮡ She sighed with relief.