Δαβίδ Δ΄ της Γεωργίας
Δαβίδ Δ΄ της Γεωργίας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1073 Κουτάισι |
Θάνατος | 8 Φεβρουαρίου 1125 Τιφλίδα |
Τόπος ταφής | Μοναστήρι Γκελάτι |
Χώρα πολιτογράφησης | Γεωργία |
Θρησκεία | Γεωργιανή Ορθόδοξη Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | γεωργιανά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός ποιητής |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Rusudan of Armenia Guranduht of the Kipchaks |
Τέκνα | Δημήτριος Α΄ της Γεωργίας Ταμάρ Κατά της Γεωργίας Zurab Bagrationi Βαχτάνγκ (γιος του Δαβίδ Δ΄ της Γεωργίας) |
Γονείς | Γεώργιος Β΄ της Γεωργίας και Helena |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Βασίλειο της Γεωργίας (1089–1125) |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Άγιος Δαβίδ Δ΄ ο Ανακαινιστής / Κτίστης [1], γεωργιανά: დავით აღმაშენებელი Davit Aghmashenebeli, (1073 – 24 Ιανουαρίου 1125) από τον Οίκο των Βαγρατιδών της Ιβηρίας, ήταν 5ος βασιλιάς της Ενωμένης Γεωργίας από το 1089 μέχρι το τέλος του το 1125. [2]
Θεωρούμενος ευρέως ως ο μεγαλύτερος και πιο επιτυχημένος Γεωργιανός ηγεμόνας στην ιστορία και ένας πρότυπος αρχιτέκτονας της Γεωργιανής Χρυσής Εποχής, επέτυχε να εκδιώξει τους Σελτζούκους Τούρκους από τη χώρα, κερδίζοντας τη μάχη του Ντιντγκόρι το 1121. Οι μεταρρυθμίσεις του στον στρατό και τη διοίκηση τού επέτρεψαν να επανενώσει τη χώρα και να θέσει τα περισσότερα εδάφη του Καυκάσου υπό τον έλεγχο της Γεωργίας. Φίλος της Εκκλησίας και αξιόλογος υποστηρικτής του Χριστιανικού πολιτισμού, ανακηρύχθηκε άγιος από τη Γεωργιανή Ορθόδοξη Εκκλησία· η μνήμη του τιμάται στις 26 Ιανουαρίου.
Παρωνύμιο και βασιλική τακτική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το επίθετο aghmashenebeli (აღმაშენებელი), το οποίο μεταφράζεται ως "ο κτίστης" (με την έννοια του "κτίστηκε πλήρως"), "ο ανορθωτής", [3] ή "ο ανακαινιστής", [4] εμφανίζεται για πρώτη φορά ως επίθετο του Δαβίδ στο καταστατικό, που εκδόθηκε στο όνομα του «βασιλιά των βασιλέων Βαγράτ (ΣΤ΄)» το 1452 και αναφέρεται σταθερά σε αυτόν στα έργα ιστορικών τού 17ου και του 18ου αιώ., όπως ο Παρσαντάν Γκοργκιτζανίντζε, ο Μπέρι Εγκνατασβίλι και ο πρίγκιπας Βαχούστι. Επιγραφικά στοιχεία παρέχουν επίσης ενδείξεις για την πρώιμη χρήση άλλων επίθετο του Δαβίδ, «ο Μέγας» (დიდი, Didi). [5]
Αναδρομικά, ο Δαβίδ ο Κτίστης έχει αναφερθεί ποικιλοτρόπως ως Δαβίδ Β', Γ' και Δ', αντανακλώντας ουσιαστική διαφοροποίηση στα διατάγματα που αποδίδονταν στους Γεωργιανούς Βαγρατίδες, ειδικά στην πρώιμη περίοδο της ιστορίας τους, λόγω του γεγονότος ότι η αρίθμηση των διαδοχικών ηγεμόνων κινείται ανάμεσα στους πολλούς κλάδους της οικογένειας. [6] [7] Οι μελετητές στη Γεωργία ευνοούν το Δαβίδ Δ΄, [6] οι συνονόματοι προκάτοχοί του ήταν: ο Δαβίδ Α΄ Κουροπαλάτης (απεβ. το 881), ο Δαβίδ Β΄ Μάγιστρος (απεβ. το 937) και ο Δαβίδ Γ΄ Κουροπαλάτης (απεβ. το 1001), όλοι μέλη της κύριας γραμμής της δυναστείας των Βαγρατιδών.
Οικογενειακό υπόβαθρο και πρώιμη ζωή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το έτος γέννησης του Δαβίδ Δ΄ μπορεί να υπολογιστεί από την ημερομηνία τής ανόδου του στον θρόνο, που καταγράφεται στη Ζωή του Βασιλιά των Βασιλέων Δαβίδ (ცხორებაჲ მეფეთ-მეფისა დავითისი), γραμμένο π. 1123–1126, [8] [9] ως κόρονικον (Πασχάλιος κύκλος) 309, δηλαδή το έτος 1089, όταν ήταν 16 ετών. Έτσι θα είχε γεννηθεί το κόρονικον 293 ή 294, δηλαδή π. 1073. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, απεβίωσε το κόρονικον 345, όταν θα ήταν στο 52ο ή 53ο έτος του. Ο καθηγητής Κύριλ Τουμάνοφ δίνει το 1070 και τις 24 Ιανουαρίου 1125 ως ημερομηνίες για τον Δαβίδ Δ΄. [10] Το παλαιότερο γνωστό έγγραφο που μνημονεύει τον Δαβίδ Δ΄ είναι ο βασιλικός χάρτης του πατέρα του Γεωργίου Β΄ της Γεωργίας (κυβ. 1072-1089), που χορηγείται στο μοναστήρι Mγκβίμε και χρονολογείται στο 1073.
Σύμφωνα με τη Ζωή του Βασιλέως των Βασιλέων Δαβίδ, ο Δαβίδ Δ΄ ήταν ο μόνος γιος τού Γεωργίου Β΄. Ο σύγχρονος Αρμένιος χρονικογράφος Ματθαίος της Έδεσσας αναφέρει τον αδελφό του Δαβίδ Δ΄, τον Τοτόρμε, [11] που, σύμφωνα με τον σύγχρονο ιστορικό Ρόμπερτ Γ. Τόμσον, ήταν αδελφή του. [10] Το όνομα τής μητέρας τού Δαβίδ, Elene, Queen of Georgia , καταγράφεται σε σημείωση στο περιθώριο τού κατά Ματθαίον Ευαγγελίου από τη μονή Τσκαροστάβι· κατά τα άλλα είναι άγνωστη. Ο Δαβίδ Δ΄ έφερε το όνομα του βιβλικού βασιλιά-προφήτη, από τον οποίο οι Γεωργιανοί Βαγρατίδες ισχυρίζονται την καταγωγή τους και του οποίου ο Δαβίδ Δ΄ ανακηρύχθηκε 78ος απόγονος. [10]
Ο πατέρας του Δαβίδ Δ΄, ο Γεώργιος Β΄, είχε βρεθεί αντιμέτωπος με μία μεγάλη απειλή για το βασίλειο της Γεωργίας. Η χώρα δέχτηκε εισβολή από τους Σελτζούκους Τούρκους, οι οποίοι ήταν μέρος του ίδιου κύματος, που είχε κυριεύσει τη Μ. Ασία, νικώντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αιχμαλωτίζοντας τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ' Διογένη στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. [12] Από αυτή που το μεσαιωνικό Γεωργιανό χρονικό αναφέρεται ως didi turkoba, «τη Μεγάλη Τουρκική Εισβολή», αρκετές επαρχίες της Γεωργίας ερήμωσαν και ο Γεώργιος Β΄ αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη, και έγινε υποτελής του σουλτάνου Mαλίκ-Σαχ Α΄ το 1083 όταν ο Δαβίδ Δ΄ ήταν 10 ετών. Οι μεγάλοι ευγενείς οίκοι της Γεωργίας, αξιοποιώντας τον αμφιταλαντευόμενο χαρακτήρα του βασιλιά, προσπάθησαν να διεκδικήσουν περισσότερη αυτονομία για τον εαυτό τους. Η Τιφλίδα, η αρχαία πρωτεύουσα του Κάρτλι, παρέμεινε στα χέρια των Μουσουλμάνων ηγεμόνων της και μία τοπική δυναστεία, που για ένα διάστημα είχε καταπνιγεί από τον δραστήριο πατέρα του Γεωργίου Β΄, τον Βαγράτ Δ΄, διατήρησε την επισφαλή ανεξαρτησία της στην ανατολική περιοχή του Καχέτι υπό την επικυριαρχία των Σελτζούκων. [13]
Άνοδος στο θρόνο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βλέποντας το βασίλειό του να διολισθαίνει στο χάος, ο Γεώργιος Β΄ παραχώρησε το στέμμα στον 16χρονο γιο του Δαβίδ Δ¨ το 1089. Αν και η ιστορική παράδοση που άρχισε από τον πρίγκιπα Βαχούστι τον 18ο αι. και ακολούθησε η Mαρί-Φελισιτέ Μπροσέ τον 19ο αι. αναφέρει ότι ο Δαβίδ Δ΄ διαδέχθηκε τον Γεώργιο Β¨ μετά το τέλος του, ορισμένα σωζόμενα έγγραφα υποδηλώνουν ότι ο Γεώργιος Β΄ απεβίωσε γύρω στο 1112 και ότι παρόλο που διατήρησε το βασιλικό τίτλο μέχρι το τέλος του, [14] [15] δεν έπαιξε σημαντικό πολιτικό ρόλο, και η πραγματική εξουσία είχε περάσει στον Δαβίδ Δ¨. [15] Επιπλέον, ο ίδιος ο Δαβίδ Δ΄ ήταν συγκυβερνήτης με τον πατέρα του λίγο πριν γίνει βασιλιάς το 1089. καθώς ένα έγγραφο του 1085 αναφέρει τον Δαβίδ Δ΄ ως «βασιλέα και σεβαστό». Ο τελευταίος είναι Βυζαντινός τίτλος, [14] που συχνά κατείχαν, όπως και άλλους Αυτοκρατορικούς τίτλους, τα μέλη της Γεωργιανής βασιλικής οικογένειας. Η επίσημη συμμετοχή του Δαβίδ Δ΄ στην κυβέρνηση μπορεί να συνέβη ακόμη νωρίτερα, το 1083, όταν ο Γεώργιος Β' έφυγε από τη Γεωργία για τις διαπραγματεύσεις στην Αυλή του Σελτζούκου σουλτάνου Mαλίκ-Σαχ Α΄.
Αναβίωση του Γεωργιανού Κράτους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρά την ηλικία του, συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της Γεωργίας. Υποστηριζόμενος από τον διδάσκαλό του, έναν με επιρροή εκκλησιαστικό άνδρα, τον Γεώργιο του Χκοντίντι, ο Δαβίδ Δ΄ ακολούθησε μία πολιτική σκοπιμότητας, χωρίς να κάνει κανένα απρόσεκτο βήμα. Ήταν αποφασισμένος να βάλει τάξη στην επικράτεια, να χαλιναγωγήσει τους ανυπότακτους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς φεουδάρχες, να συγκεντρώσει την κρατική διοίκηση, να σχηματίσει έναν νέο τύπο στρατού που θα άντεχε καλύτερα την στρατιωτική οργάνωση των Σελτζούκων και στη συνέχεια να προχωρήσει σε μία μεθοδική επίθεση, με στόχο να εκδιώξουν τους Σελτζούκους πρώτα από τη Γεωργία και μετά από ολόκληρο τον Καύκασο. Μεταξύ 1089–1100 ο βασιλιάς Δαβίδ Δ΄ οργάνωσε μικρά αποσπάσματα των πιστών του στρατευμάτων για να αποκαταστήσει την τάξη και να καταστρέψει απομονωμένα εχθρικά στρατεύματα. Άρχισε την επανεγκατάσταση κατεστραμμένων περιοχών και βοήθησε στην αναζωογόνηση των μεγάλων πόλεων. [16] Ενθαρρυμένος από την επιτυχία του, αλλά το πιο σημαντικό από την έναρξη των Σταυροφοριών στην Παλαιστίνη, σταμάτησε την καταβολή της ετήσιας εισφοράς στους Σελτζούκους και έβαλε τέλος στην εποχική μετανάστευσηή τους στη Γεωργία. Το 1101, ο Δαβίδ Δ΄ κατέλαβε το φρούριο Zενταζένι, ένα στρατηγικό σημείο στον αγώνα του για το Kαχέτι και το Χερέτι, και μέσα στα επόμενα τρία χρόνια απελευθέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Γεωργίας.
Το 1093 συνέλαβε τον ισχυρό φεουδάρχη Λιπάριτ Μπαγκβάσι, μακροχρόνιο εχθρό του Γεωργιανού στέμματος, και τον εξεδίωξε από τη Γεωργία (1094). Μετά το τέλος τουύ γιου τού Λιπάριτ, του Ράτι, ο Δαβίδ Δ΄ κατήργησε το δουκάτο τους Κλντεκάρι το 1103.
Απώθησε σιγά σιγά τους Σελτζούκους Τούρκους από τη χώρα, ανακτώντας όλο και περισσότερα εδάφη από αυτούς, καθώς αναγκάζοντο τώρα να επικεντρωθούν όχι μόνο στους Γεωργιανούς, αλλά και στις πρόσφατες Σταυροφορίες στην ανατολική Μεσόγειο. [17] Μέχρι το 1099 η ισχύς του Δαβίδ Δ΄ ήταν αρκετά μεγάλη, και μπόρεσε να αρνηθεί να πληρώσει τον φόρο στους Τούρκους. Μέχρι εκείνη την εποχή απέρριψε επίσης τον Βυζαντινό τίτλο του πανυπερσεβάστου [18], υποδεικνύοντας έτσι ότι η Γεωργία θα αντιμετώπιζε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μόνο σε βάση ισοτιμίας.
Το 1103 πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο εκκλησιαστικό συνέδριο, γνωστό ως Σύνοδος Ρουίσι-Ουρμπνίσι στα μοναστήρια Ρουίσι και Ουρμπνίσι. Ο Δαβίδ Δ΄ επέτυχε να απομακρύνει αντιπολιτευόμενους επισκόπους και συνδύασε δύο αξιώματα: του αυλικού ( Mtsignobartukhutsesi, δηλ. Αρχιγραμματέας) και του κληρικού (Επίσκοπος του Τσκοντίντι) σε ένα ενιαίο αξίωμα Tchqondidel-Mtzignobartukhutsesi ,που αντιστοιχεί περίπου στη θέση του πρωθυπουργού.
Το επόμενο έτος οι υποστηρικτές του Δαβίδ Δ΄ στην ανατολική Γεωργιανή επαρχία Καχέτι συνέλαβαν τον τοπικό βασιλιά Αγκσαρτάν Β΄ (1102–1104), έναν πιστό υποτελή του Σελτζούκου Σουλτάνου, και επανένωσαν την περιοχή με την υπόλοιπη Γεωργία.
Στρατιωτικές εκστρατείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την προσάρτηση της βασιλείου του Καχέτι, το 1105, ο Δαβίδ Δ΄ οδήγησε μία δύναμη κατά των Σελτζούκων στη Μάχη της Eρτσούχι, και εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία της εποχής εξασφάλισε τα βασικά φρούρια της Σαμσβίλντε, Ρουστάβι, Γκίσι, και Λόρι μεταξύ 1110 και 1118.
Τα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται για τον Δαβίδ Δ¨ τώρα. Ο πληθυσμός του, που βρισκόταν σε πόλεμο για το μεγαλύτερο μέρος των είκοσι ετών, έπρεπε να του επιτραπεί να γίνει ξανά παραγωγικός. Επίσης, οι ευγενείς του εξακολουθούσαν να του δημιουργούν προβλήματα, μαζί με την πόλη της Τιφλίδας, η οποία ακόμη δεν μπορούσε να απελευθερωθεί από την κατοχή των Σελτζούκων. Και πάλι ο Δαβίδ Δ΄ αναγκάστηκε να λύσει αυτά τα προβλήματα, πριν μπορέσει να συνεχίσει την αποκατάσταση τού έθνους και τού λαού του. Για τον σκοπό αυτό, ο Δαβίδ Δ' αναμόρφωσε ριζικά τον στρατό του. Τοποθέτησε στη Γεωργία μία φυλή Kιπτσάκων 40.000 οικογενειών από τον Βόρειο Καύκασο το 1118–1120. Κάθε οικογένεια Γεωργιανών και Κιπτσάκων ήταν υποχρεωμένη να παρέχει σε έναν στρατιώτη ένα άλογο και όπλα. Οι Κιπτσάκοι εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Γεωργίας. Μερικοί εγκαταστάθηκαν στην επαρχία Εσωτερικό Κάρτλι, σε άλλους παραχωρήθηκαν εδάφη κατά μήκος των συνόρων. Εκχριστιανίστηκαν και αφομοιώθηκαν γρήγορα στη Γεωργιανή κοινωνία.
Το 1120, ο Δαβίδ Δ΄ μετακόμισε στη δυτική Γεωργία και, όταν οι Σελτζούκοι άρχισαν να λεηλατούν τα Γεωργιανά εδάφη, τους επιτέθηκε ξαφνικά. Μόνο μία ασήμαντη δύναμη των Σελτζούκων διέφυγε. Ο βασιλιάς Δαβίδ Δ΄ μπήκε στη συνέχεια στο γειτονικό Σιρβάν και κατέλαβε την πόλη Καμπάλα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Σιρβανσάχ βρίσκοντο σε θέση μετατόπισης ισχύος μεταξύ της αναδυόμενης Γεωργίας και των Σελτζουκικών κρατών.
Το χειμώνα του 1120–1121, τα Γεωργιανά στρατεύματα επιτέθηκαν με επιτυχία στους οικισμούς των Σελτζούκων στις ανατολικές και νοτιοδυτικές προσεγγίσεις στον Νότιο Καύκασο.
Οι Μουσουλμανικές δυνάμεις ανησυχούσαν ολοένα και περισσότερο για την ταχεία άνοδο ενός Χριστιανικού κράτους στον Νότιο Καύκασο. Το 1121, ο σουλτάνος Μαχμούτ μπιν Mουχάμαντ (1118-1131) κήρυξε ιερό πόλεμο στην Γεωργία και συσπείρωσε μία μεγάλη συμμαχία των Μουσουλμανικών κρατών με επικεφαλής τον Iλγκαζί των Aρτουκιδών και Tογκρούλ μπιν Μουχάμαντ. Το μέγεθος του Μουσουλμανικού στρατού εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, με αριθμούς που κυμαίνονται από τον φανταστικό πλήθος των 600.000 ανδρών ( Βάλτερ Καγκελάριου Bella Antiochena, Mατθαίου Εδέσσης) έως 400.000 (Χρονικό του Σμπατ Σπαράπετ) έως τις σύγχρονες Γεωργιανές εκτιμήσεις των 250.000 ανδρών. Όλες οι πηγές συμφωνούν, ότι οι Μουσουλμανικές δυνάμεις συγκέντρωσαν έναν στρατό, που ήταν πολύ μεγαλύτερος από τη Γεωργιανή δύναμη των 56.000 ανδρών. Ωστόσο στις 12 Αυγούστου 1121 ο βασιλιάς Δαβίδ Δ΄ κατατρόπωσε τον εχθρικό στρατό στο πεδίο του Ντιντγκόρι, επιτυγχάνοντας αυτό που συχνά θεωρείται η μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία στην ιστορία της Γεωργίας. Η νίκη στο Ντιντγκόρι σηματοδότησε την ανάδειξη της Γεωργίας ως μεγάλης στρατιωτικής δύναμης και άλλαξε την περιφερειακή ισορροπία υπέρ της Γεωργιανής πολιτιστικής και πολιτικής υπεροχής.
Μετά την επιτυχία του, ο Δαβίδ Δ΄ κατέλαβε την Τιφλίδα, τον τελευταίο Μουσουλμανικό θύλακα που είχε απομείνει από την Αραβική κατοχή, το 1122 και μετέφερε εκεί τη Γεωργιανή πρωτεύουσα. Ήταν ένας καλά μορφωμένος άνθρωπος, κήρυττε την ανεκτικότητα και την αποδοχή των άλλων θρησκειών, κατάργησε τους φόρους και τις υπηρεσίες για τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους και προστάτευσε τους Σούφι και τους Μουσουλμάνους λογίους. Το 1123 ο στρατός του Δαβίδ Δ΄ απελευθέρωσε το Ντμανίσι, το τελευταίο προπύργιο των Σελτζούκων στη νότια Γεωργία. Το 1124, ο Δαβίδ Δ΄ κατέκτησε τελικά το Σιρβάν και πήρε την Αρμενική πόλη Άνι από τους Μουσουλμάνους εμίρηδες, επεκτείνοντας έτσι τα σύνορα του βασιλείου του στη λεκάνη του Αράξη. Οι Αρμένιοι τον συνάντησαν ως απελευθερωτή, παρέχοντας κάποια βοηθητική δύναμη για τον στρατό του. Τότε ήταν που εμφανίστηκε το σημαντικό συστατικό του «Σπαθί του Μεσσία» στον τίτλο του Δαβίδ Δ΄ του Κτίστου. Είναι χαραγμένο σε ένα χάλκινο νόμισμα της εποχής του Δαβίδ:
Βασιλιά του βασιλέων Δαβίδ (Δ΄), γιέ του Γεωργίου (Β΄), το ξίφος του Μεσσία.
Η ανθρώπινη μεταχείριση του Μουσουλμανικού πληθυσμού, καθώς και των εκπροσώπων άλλων θρησκειών και πολιτισμών, έθεσε ένα πρότυπο ανεκτικότητας στο πολυεθνικό του βασίλειο. Ήταν ένα χαρακτηριστικό, όχι μόνο για τη φωτισμένη βασιλεία του, αλλά για όλη τη Γεωργιανή ιστορία και πολιτισμό.
Μετά την αποφασιστική νίκη της Γεωργίας στη μάχη του Ντιντγκόρι, ο Σιρβανσάχ Μανουχίρ Γ΄, ο οποίος βρισκόταν υπό την επιρροή της συζύγου του, της Γεωργιανής πριγκίπισσας Τάμαρ, διατήρησε έναν φιλογεωργιανό προσανατολισμό και απέρριψε να αποτίει φόρο υποτέλειας στους Σελτζουκίδες. Στερούμενος του φόρου των 40.000 δηναρίων, ο Σελτζουκίδης σουλτάνος Μαχμούντ Β΄ κατευθύνθηκε στο Σιρβάν στις αρχές του 1123, αιχμαλώτισε το Σαμάχι και πήρε τον σάχη ως όμηρο σε αντίποινα για την προδοσία του Mανουχίρ. Σε απάντηση σε αυτό, τον Ιούνιο του 1123 ο Δαβίδ Δ΄ επιτέθηκε και νίκησε ξανά τον σουλτάνο και τελικά κατέκτησε το Σιρβάν καταλαμβάνοντας τις πόλεις και τα φρούρια Σαμάχι, Μπούγκουρντ, Γκουλούσταν, Σάμπραν.
Ο Δαβίδ Δ΄ ο Κτίστης απεβίωσε στις 24 Ιανουαρίου 1125 και μετά το τέλος του, όπως είχε ορίσει, τάφηκε κάτω από την πέτρα μέσα στην κύρια πύλη της Μονής Γκελάτι, έτσι ώστε όποιος ερχόταν στην αγαπημένη του Ακαδημία Γκελάτι να πατάει πρώτα τον τάφο του. Επέζησαν αυτού τρία παιδιά: ο μεγαλύτερος γιος του Δημήτριος, ο οποίος τον διαδέχθηκε και συνέχισε τη νικηφόρα βασιλεία τού πατέρα του, και δύο κόρες, η Τάμαρ, που παντρεύτηκε τον Μανουτσιχίρ Γ΄ σαχ του Σιρβάν, και η Κάτα (Κατάι), που παντρεύτηκε τον Ισαάκ Κομνηνό, γιο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Εκτός από τις πολιτικές και στρατιωτικές του ικανότητες, ο Δαβίδ Δ΄ κέρδισε φήμη ως συγγραφέας, συνθέτοντας τους Ύμνους της μετάνοιας (Galobani sinanulisani), περί το 1120, ένα ισχυρό έργο συναισθηματικών ψαλμών σε ελεύθερους στίχους, που αποκαλύπτουν την ταπεινοφροσύνη και τον θρησκευτικό ζήλο του βασιλιά.
Πολιτιστική ζωή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βασιλιάς Δαβίδ Δ΄ ο Κτίστης έδωσε μεγάλη προσοχή στην εκπαίδευση του λαού του. Ο βασιλιάς επέλεξε παιδιά, που στάλθηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία «για να διδαχθούν γλώσσες και να φέρουν στο σπίτι μεταφράσεις, που έγιναν από αυτά εκεί». Πολλοί από αυτούς έγιναν αργότερα γνωστοί λόγιοι.
At the time of David the Builder there were quite a few schools and academies in Georgia, among which Gelati occupies a special place. King David's historian calls Gelati Academy
a second Jerusalem of all the East for learning of all that is of value, for the teaching of knowledge – a second Athens, far exceeding the first in divine law, a canon for all ecclesiastical splendors.
Εκτός από το Γκελάτι υπήρχαν και άλλα πολιτιστικά-διαφωτιστικά και επιστημονικά κέντρα στη Γεωργία εκείνη την εποχή, π.χ. η Ακαδημία του Iκάλτο.
Ο ίδιος ο Δαβίδ Δ΄ συνέθεσε, π. 1120, τους "Ύμνους της Μετάνοιας" (გალობანი სინანულისანი, galobani sinanulisani ), μία ακολουθία οκτώ ψαλμών ελεύθερου στίχου, με κάθε ύμνο να έχει τη δική του περίπλοκη και λεπτή μορφή στροφής. Παρά τον Χριστιανισμό του, τη λατρεία της Θεοτόκου και τη συναισθηματική μετάνοια του βασιλιά για τις αμαρτίες του, ο Δαβίδ Δ΄ έβλεπε τον εαυτό του να είναι παρόμοιος με τον βιβλικό Δαβίδ, με παρόμοια σχέση με τον Θεό και τον λαό του. Οι ύμνοι του έχουν επίσης τον ιδεαλιστικό ζήλο τωνν Ευρωπαίων σταυροφόρων της εποχής του, των οποίων ο Δαβίδ Δ΄ ήταν φυσικός σύμμαχος στον αγώνα του εναντίον των Σελτζούκων.
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύζυγοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ρουσουντάν, μία Αρμένια πριγκίπισσα (διαζεύχθηκαν το 1107).
- Γκουραντούχτ, κόρη του Oτρόκ αρχηγού Kιπτσάκων (περί το 1107).
Τέκνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Δημήτριος Α΄.
- Βαχτάνγκ (1112–1138), πρίγκιπας.
- Γεώργιος (1114–1129), πρίγκιπας.
- Ρουσουντάν, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Τζανταρόν πρίγκιπα της Aλανίας. Είχαν γιο τον Δαβίδ Σοσλάν, που νυμφεύτηκε την Ταμάρ της Γεωργίας.
- Ζουράμπ, πρίγκιπας.
- Tάμαρ, παντρεύτηκε τον Μανουχέρ Γ΄ των Σιρβανσάχ (απεβ. π. το 1154). Όταν χήρευσε, έγινε μοναχή.
- Κάτα, η οποία έχει θεωρηθεί ότι είναι το ίδιο πρόσωπο με την Ειρήνη, που παντρεύτηκε τον Ισαάκιο Κομνηνό πρίγκιπα του Βυζαντίου.
Ταφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μία επιτάφια πλάκα στην είσοδο της μονής Γκελάτι, που φέρει Γεωργιανή επιγραφή στην γραφή ασομταβρούλι, θεωρείται παραδοσιακά ότι ανήκει στον Δαβίδ Δ΄. Αν και δεν υπάρχουν σαφείς και αξιόπιστες ενδείξεις, ότι ο Δαβίδ Δ΄ όντως τάφηκε στο Γκελάτι και ότι το σημερινό ταφικό μνημείο είναι δικό του, αυτή η δημοφιλής πεποίθηση είχε ήδη καθιερωθεί από τα μέσα του 19ου αι., όπως αποδεικνύεται από τη Γαλλίδα λόγιο Mαρί-Φελισιτέ Μποσέ, που δημοσίευσε τη μελέτη της στη Γεωργιανή ιστορία μεταξύ 1848 και 1858. Η πλάκα, με πρότυπο τον Ψαλμό 131 (132 των καθολικών), 14, γράφει: «Χριστέ, αυτός είναι ο τόπος ανάπαυσής μου για την αιωνιότητα. Με ευχαριστεί, εδώ θα μείνω» [19] (αὕτη ἡ κατάπαυσίς μου εἰς αἰῶνα αἰῶνος, ᾧδε κατοικήσω, ὅτι ᾑρετισάμην αὐτήν, Ψαλμός 131 στίχ. 14).
Υστεροφημία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γνωστός και ως Δαβίδ ο Κτίστης, κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των βασιλέων της Γεωργιανής «Χρυσής Εποχής» στην περίοδο της άμυνας κατά των Σελτζούκων. [20]
Το «Τάγμα του Δαβίδ του Κτίστου» απονέμεται σε τακτικούς πολίτες, στρατιωτικό και διοικητικό προσωπικό για εξαίρετη προσφορά στη χώρα, για τον αγώνα για την ανεξαρτησία της Γεωργίας και την αναβίωσή της και για τη σημαντική συμβολή στην κοινωνική εδραίωση και την ανάπτυξη της δημοκρατίας. [21]
Αφού εκλέχτηκε Πρόεδρος της Γεωργίας, ο πρώην ηγέτης της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι ορκίστηκε στον τάφο του Δαβίδ Δ΄ του Κτίστου στο μοναστήρι Γκελάτι την ημέρα των εγκαινίων του στις 25 Ιανουαρίου 2004.
Το αεροδρόμιο στο Kουτάισι είναι γνωστό ως Δαβίδ ο Κτίστης Κουτάισι Διεθνές Αεροδρόμιο. Η Ακαδημία Εθνικής Άμυνας φέρει το όνομά του.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γενεαλογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Σημειώσεις
- ↑ Britannica online
- ↑ Georgia in the Developed Feudal Period (XI-the first quarter of the XIII c.) www.parliament.ge/ Retrieved 13 August 2006.
- ↑ Rapp 2003
- ↑ Vasiliev 1936
- ↑ Otkhmezuri 2012
- ↑ 6,0 6,1 Rapp 2007
- ↑ Eastmond 1998
- ↑ Toumanoff 1943
- ↑ Rapp 2007
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Thomson 1996
- ↑ Dostourian 1993
- ↑ Rapp 2000
- ↑ Toumanoff 1966
- ↑ 14,0 14,1 Toumanoff 1943
- ↑ 15,0 15,1 Eastmond 1998
- ↑ "Blessed David IV the King of Georgia", Orthodox Church in America
- ↑ Fighting against the Seljuks, Georgia and the Crusaders developed fairly friendly relations. A 13th-century anonymous Georgian author (conventionally known as the First Chronicler of Queen Tamar) as well as Abul-Faraj gives a version, though unproven otherwise, about the participation of a Georgian auxiliary force in the Siege of Jerusalem (1099). Some 300 Crusaders (known to the Georgians as Franks) are also known to take part in the famous Battle of Didgori (1121). King Baldwin II of Jerusalem is said by the historian Ioane Bagrationi, who refers to unknown medieval sources, to have visited incognito David IV’s court
- ↑ Since the Bagrationi dynasty established the Tao-Klarjeti principality under the Byzantine protectorate in 813, representatives of the dynasty had been granted various Byzantine titles such as kouropalates, magistros, sebastos, etc. David was the last Georgian monarch to wear a Byzantine title.
- ↑ Jost Gippert / Manana Tandashvili (2002), The Epitaph of David the Builder Αρχειοθετήθηκε 2012-03-03 στο Wayback Machine.. Gelati Academy of Sciences Project: Old Georgian texts from the Gelati school (TITUS project). Accessed 19 June 2011.
- ↑ Hannick, Christian, “David IV of Georgia”, in: Religion Past and Present. First print edition: (ISBN 9789004146662), 2006
- ↑ "State Awards Issued by Georgian Presidents in 2003-2015"
- Γενικές
- Dostourian, Ara Edmond, επιμ. (1993). Armenia and the Crusades, Tenth to Twelfth Centuries: The Chronicle of Matthew of Edessa. Lanham, Md.: University Press of America. ISBN 0819189537.0819189537
- Eastmond, Antony (1998). Royal Imagery in Medieval Georgia. University Park, PA: Pennsylvania State Press. ISBN 0-271-01628-0.0-271-01628-0
- Lordkipanidze, Mariam (1987). Georgia in the 11th–12th centuries. Tbilisi. σελίδες 80–118.
- . Paris. 1962.
- . Rome. 1950.
- Rapp, Stephen H., Jr. (2000). «Sumbat Davitʿis-dze and the Vocabulary of Political Authority in the Era of Georgian Unification». Journal of the American Oriental Society 120 (4): 570–576. doi: .
- Rapp, Stephen H. (2003). Studies In Medieval Georgian Historiography: Early Texts And Eurasian Contexts. Leuven: Peeters. ISBN 90-429-1318-5.90-429-1318-5
- Rapp, Stephen H., Jr (2007). The Blackwell Companion to Eastern Christianity. John Wiley & Sons. ISBN 978-1-4443-3361-9. Ανακτήθηκε στις 11 Μαΐου 2012.978-1-4443-3361-9
- Otkhmezuri, Giorgi (2012), Epigraphic Monuments of the Epoch of David the Builder ("Agmashenebeli")
- Σύνοδος Ruis-Urbnisi (1103), εκδ. E. Gabidzashvili, Tbilisi, 1978, για τη γεωργιανή γλώσσα.
- Khuroshvili, Giorgi (2018), Concepts of Political Thought in Medieval Georgia: David IV “the Builder”, Arson of Ikalto. Στο: Veritas et subtilitas. Αλήθεια και λεπτότητα στην ιστορία της φιλοσοφίας. John Benjamins Publishing Company. Άμστερνταμ/Φιλαδέλφεια. σελ.149-156.(ISBN 9789027200686)ISBN 9789027200686
- KIZIRIA, Dodona (1994). «The Prayers of Remorse of King David IV the Builder». Le Muséon 107 (3): 335–347. doi: .
- Thomson, Robert W. (1996). Rewriting Caucasian history: the medieval Armenian adaptation of the Georgian chronicles; the original Georgian texts and the Armenian adaptation. Oxford: Clarendon Press. ISBN 0198263732.0198263732
- Toumanoff, Cyril (1943). «Medieval Georgian Historical Literature (VIIth-XVth Centuries)». Traditio I.
- Toumanoff, Cyril (1966). «Armenia and Georgia». The Cambridge Medieval History (Volume 4). Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 593–637.
- Vasiliev, Alexander (January 1936). «The Foundation of the Empire of Trebizond (1204–1222)». Speculum (The University of Chicago Press) 11: 3–37. doi:. https://archive.org/details/sim_speculum_1936-01_11_1/page/3.
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Toria, Malkhaz; Javakhia, Bejan (2021). «Representing fateful events and imagining territorial integrity in Georgia: cultural memory of David the Builder and the Battle of Didgori». Caucasus Survey 9 (3): 270–285. doi: .