καφέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καφέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική café

Επίθετο

[επεξεργασία]

καφέ άκλιτο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
τραπέζι σε βιενέζικο καφέ

καφέ ουδέτερο άκλιτο

  1. (χρώμα) το χρώμα του καφέ
    καφέ (χρώμα):   
     συνώνυμα: καφετί, καστανό
  2. καφετέρια, κατάστημα που σερβίρει καφέ, αναψυκτικά κ.λπ, καφενείο αλλά όχι παραδοσιακό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

καφέ αρσενικό