καφέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καφέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική café
Επίθετο
[επεξεργασία]καφέ άκλιτο
- που έχει το χρώμα του καφέ
- πού είναι τα καφέ παπούτσια μου;
- ≈ συνώνυμα: καφετής, καστανός, καστανωπός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καφέ ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το χρώμα του καφέ
- καφετέρια, κατάστημα που σερβίρει καφέ, αναψυκτικά κ.λπ, καφενείο αλλά όχι παραδοσιακό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη καφές
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρώμα
κατάστημα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]καφέ αρσενικό
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)