καστανό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καστανό | τα | καστανά |
γενική | του | καστανού | των | καστανών |
αιτιατική | το | καστανό | τα | καστανά |
κλητική | καστανό | καστανά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καστανό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καστανός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καστανό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]καστανό