data

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

data (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

data (it)



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική data daty
γενική daty dat
δοτική dacie datom
αιτιατική datę daty
οργανική datą datami
τοπική dacie datach
κλητική dato daty

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

data (pl) θηλυκό

  1. η ημερομηνία
    brakuje daty urodzenia - λείπει η ημερομηνία γεννήσεως