data
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]data (en)
- τα δεδομένα
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- abstract data type
- data bus, databus
- data carrier equipment (DCE)
- data centre
- data circuit-terminating equipment (DCE)
- data communication equipment (DCE)
- data hiding
- data integrity
- data member
- data mining
- data model
- data redundancy
- data scraping
- data storage
- data structure
- data stream
- data terminal equipment (DTE)
- data transfer rate
- data type
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]data (it)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | data | daty |
γενική | daty | dat |
δοτική | dacie | datom |
αιτιατική | datę | daty |
οργανική | datą | datami |
τοπική | dacie | datach |
κλητική | dato | daty |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]data (pl) θηλυκό
- η ημερομηνία
- brakuje daty urodzenia - λείπει η ημερομηνία γεννήσεως