bread

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bread (en)

  • το ψωμί
    ⮡  white/brown bread - άσπρο/μαύρο ψωμί

Σύνθετα

[επεξεργασία]
ενεστώτας bread
γ΄ ενικό ενεστώτα breads
αόριστος breaded
παθητική μετοχή breaded
ενεργητική μετοχή breading

bread (en)

  • πανάρω
    ⮡  I breaded the schnitzel.
    Πανάρισα το σνίτσελ.