balk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
balk | balks |
balk (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | balk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | balks |
αόριστος | balked |
παθητική μετοχή | balked |
ενεργητική μετοχή | balking |
balk (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) μπλοκάρω
- (αμετάβατο) κλοτσάω, αντιδρώ αρνητικά, δεν αποδέχομαι κάτι το οποίο γίνεται προσπάθεια να μου επιβληθεί πιεστικά
- ⮡ The people will balk at the new taxes.
- Ο κόσμος θα κλοτσήσει στους νέους φόρους.
- ⮡ They balked when we told them to do overtime.
- Κλότσησαν όταν τους είπαμε να κάνουν υπερωρίες.
- ⮡ The people will balk at the new taxes.