buttock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
buttock buttocks

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
buttock < αγγλοσαξονική buttuc

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbʌt.ək/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

buttock (en)

  • (συνήθως στον πληθυντικό) ο γλουτός, ο πάτος, ο πισινός
    ⮡  a person’s buttocks - ο πάτος ενός ανθρώπου
    ⮡  He fell on his buttocks.
    Έπεσε με τον πισινό.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]