ebb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ebb ebbs

ebb (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
ενεστώτας ebb
γ΄ ενικό ενεστώτα ebbs
αόριστος ebbed
παθητική μετοχή ebbed
ενεργητική μετοχή ebbing

ebb (en)

  1. (αμετάβατο, ανεπίσημο) υποχωρώ, για την παλίρροια στη θάλασσα που απομακρύνεται από τη στεριά
    ⮡  The tide started to ebb.
    Η παλίρροια άρχισε να υποχωρεί.
     συνώνυμα: go out
  2. (αμετάβατο) κοπάζω, καταλαγιάζω, μειώνομαι, γίνομαι σταδιακά πιο αδύναμος ή λιγότερο
    ⮡  When the commotion/pain ebbed
    Όταν κόπασε/καταλάγιασε η αναταραχή/Όταν ο πόνος μειώθηκε...
    ⮡  The storm ebbed.
    Η θύελλα κόπασε/καταλάγιασε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abate