ebb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ebb | ebbs |
ebb (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | ebb |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ebbs |
αόριστος | ebbed |
παθητική μετοχή | ebbed |
ενεργητική μετοχή | ebbing |
ebb (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) υποχωρώ, για την παλίρροια στη θάλασσα που απομακρύνεται από τη στεριά
- (αμετάβατο) κοπάζω, καταλαγιάζω, μειώνομαι, γίνομαι σταδιακά πιο αδύναμος ή λιγότερο
Πηγές
[επεξεργασία]- ebb (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- ebb (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 924. ISBN 9780194325684., λήμμα: υποχωρώ