single

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Επίθετο

single (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μοναδικός, μόνος, μόνο ένα
    ⮡  not a single example - ούτε ένα μοναδικό παράδειγμα
    ⮡  There was a single tree in the garden.
    Υπήρχε ένα μοναδικό δέντρο στον κήπο.
    ⮡  He had a single goal when he was growing up: to leave town.
    Είχε ένα μόνο σκοπό όταν μεγάλωνε: να φύγει από το χωριό.
    ⮡  A single word will do.
    Μια μόνη λέξη αρκεί.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μονός, για χρήση ενός ατόμου
    ⮡  a single bed - μονό κρεβάτι
    ⮡  I want to reserve a single room for three nights.
    Θέλω να κλείσω ένα μονόκλινο για τρεις νύχτες.
  3. ανύπαντρος, ελεύθερος
    ⮡  I don't want to stay single forever. Sometime I want to have a family.
    Δεν θέλω να μείνω ανύπαντρος για πάντα. Κάποτε θέλω να φτιάξω οικογένεια.
    ⮡  Are you single or married?
    Είσαι ελεύθερος ή παντρεμένος;
  4. (μόνο πριν από το ουσιαστικό, βρετανική σημασία) μονός, για εισιτήριο
    ⮡  a single ticket - μονό εισιτήριο
     συνώνυμα: one-way

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
single singles

single (en)

  1. ανύπαντρο άτομο
  2. τραγούδι που δημοσιεύεται και κυκλοφορεί ξεχωριστά σε CD ή άλλο μέσο
  3. (αθλητισμός, στο μπέιζμπολ) χτύπημα της μπάλας που επιτρέπει στον παίκτη να φτάσει στην πρώτη βάση

Ρήμα

single (en)

Παράγωγα

Πηγές